- χαρτοθήκη
- η, ΝΜΑθήκη όπου φυλάσσονται διάφορα έγγραφα.[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρτης + θήκη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαρτοθήκη — η θήκη χαρτιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαρτοθέσιον — τὸ, Μ χαρτοθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρτης + θέσιον (< θέτης < θέτης < τίθημι), πρβλ. θεσμο θέσιον, χαλκο θέσιον] … Dictionary of Greek
χαρτοθέτης — ο, θηλ. χαρτοθέτρια, Ν 1. (παλαιότερα) εργάτης τυπογραφείου που τροφοδοτούσε με φύλλα χαρτιού το πιεστήριο κατά την εκτύπωση 2. χαρτοθήκη ζωγράφων ή σχεδιαστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + θέτης (< θέτης < τίθημι), πρβλ. νομο θέτης. Η λ.… … Dictionary of Greek